φλογοσωλήνας

φλογοσωλήνας
[-ην (-ήνος)] ο жаровая труба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φλογοσωλήνας" в других словарях:

  • φλογοσωλήνας — ο, Ν ο σωλήνας τής εστίας τών ατμολεβήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + σωλήνας] …   Dictionary of Greek

  • φλογαγωγός — ο, Ν φλογοσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + αγωγός (πρβλ. φωτ αγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • φλογαυλός — ο, Ν φλογοσωλήνας, αλλ. αεριαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + αυλός. Η λ., στον τ. πληθ. φλόγαυλοι, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»